αφάγωτος

αφάγωτος
η , ο
1) неевший, голодный; 2) несъеденный, недоеденный; 3) несъедобный; 4) перен. неистраченный, неизрасходованный (о приданом, наследстве); 5) очень большой, огромный (о деньгах, состоянии);

§ θέλει και την πίττα αφάγωτη και το σκύλο χορτάτο — посл, он хочет, чтобы и волки были сыты и овцы целы


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αφάγωτος" в других словарях:

  • αφάγωτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έφαγε, ο νηστικός: Κάθισε να φάει, γιατί ήταν αφάγωτος. 2. αυτός που δε φαγώθηκε: Βρήκε το φαγητό όπως το είχε αφήσει, αφάγωτο. 3. αυτός που δεν ξοδεύτηκε, δεν καταναλώθηκε: Αυτόν μην τον κλαις, έχει την προίκα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφάγωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει φάει, ο νηστικός 2. αυτός που δεν έχει φαγωθεί 3. ακατάλληλος να φαγωθεί 4. εκείνος που δεν έχει καταναλωθεί ή ξοδευτεί …   Dictionary of Greek

  • άβρωτος — ἄβρωτος, ον (Α) 1. ο ακατάλληλος για φάγωμα 2. (με παθ. σημ.) αυτός που δεν φαγώθηκε, αφάγωτος 3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που δεν έχει φάει, αφάγωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + βρωτός < βιβρώσκω] …   Dictionary of Greek

  • αγευμάτιστος — η, ο [γευματίζω] αυτός που δεν γευμάτισε, νηστικός, αφάγωτος …   Dictionary of Greek

  • αμπούκωτος — η, ο [μπουκώνω] 1. αυτός που δεν μπουκώθηκε, δεν γέμισε το στόμα του με μπουκιές 2. αφάγωτος, αδωροδόκητος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»